- γεγηθότως
- γεγηθότωςwith joyindeclform (adverb)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
γεγηθότως — επίρρ. (AM) ευχαρίστως, μετά χαράς. [ΕΤΥΜΟΛ. Επίρρημα σχηματισμένο βάσει τού παρακμ. γέγηθα τού ρ. γηθώ* «χαίρομαι, ευχαριστιέμαι»] … Dictionary of Greek